- ἐπικεφάλαιος
- ἐπικεφάλαιοςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικεφάλαιος — ἐπικεφάλαιος, ον (AM) 1. αυτός που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι 2. (για φόρο) αυτός που καταβάλλεται κατ’ άτομο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικεφάλαιον α) κεφαλικός φόρος β) κατάλογος, μητρώο γ) μέτρο βάρους ίσο με δύο δίδραχμα*. επίρρ... ἐπικεφαλαίως … Dictionary of Greek
ἐπικεφαλαίων — ἐπικεφάλαιος of fem gen pl ἐπικεφάλαιος of masc/neut gen pl ἐπικεφαλαιόω add up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπικεφαλαιόω add up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεφάλαιον — ἐπικεφάλαιος of masc acc sg ἐπικεφάλαιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεφαλαίου — ἐπικεφάλαιος of masc/neut gen sg ἐπικεφαλαιόω add up pres imperat act 2nd sg ἐπικεφαλαιόω add up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεφάλαια — ἐπικεφάλαιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικεφαλαιώ — ἐπικεφαλαιῶ, όω (Α) [επικεφάλαιος] 1. προσθέτω, επαυξάνω 2. παθ. συγκεντρώνω σ’ ένα κεφάλαιο («ἐπικεφαλαιωθέντα πάντα έσάπαξ άπαιτεῑσθαι», Δίων Κάσσ.) 3. μέσ. ἐπικεφαλαιοῦμαι, όομαι αναφέρω περιληπτικά, συγκεφαλαιώνω («τῶν μέντοι γε Ἀράτῳ… … Dictionary of Greek